- ενδοκόσμιος
- -α, -ο1. αυτός που ανήκει στον κόσμο ή είναι γνωστός από εμπειρία (σε αντίθεση με τον υπερκόσμιο)2. (ουδ. ως ουσ.) το ενδοκόσμιοοτιδήποτε υπάρχει σ' ένα αντικείμενο ή έννοια και δεν μπορεί να ξεπεράσει τα όριά της.
Dictionary of Greek. 2013.